- σταχύουρος
- ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια τεΐδες, τής τάξης τεώδη και περιλαμβάνει 6 περίπου είδη μικρών φυλλοβόλων δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τής Ασίας, από τα Ιμαλάια ώς την Ταϊβάν και την Ιαπωνία.
Dictionary of Greek. 2013.